- υπορχηματικός
- -ή, -όν, Α [ὑπόρχημα, -ατος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο υπόρχημα2. φρ. «ποίησις ὑπορχηματική» — ποίηση υπορχημάτων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπορχηματικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπορχηματικά — ὑπορχηματικός of neut nom/voc/acc pl ὑπορχηματικά̱ , ὑπορχηματικός of fem nom/voc/acc dual ὑπορχηματικά̱ , ὑπορχηματικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπορχηματικῶν — ὑπορχηματικός of fem gen pl ὑπορχηματικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπορχηματικόν — ὑπορχηματικός of masc acc sg ὑπορχηματικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπορχηματικούς — ὑπορχηματικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπορχηματική — ὑπορχηματικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)